- οχυρωτικος
- ὀχυρωτικόςὀχῠρωτικός3укрепляющий, служащий для укрепления
(τῆς διανοίας Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῆς διανοίας Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οχυρωτικός — οχυρωτικός, ή, ό και οχυρωματικός, ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στην οχύρωση θέσης, τόπου: Οχυρωματικά έργα. 2. ως ουσ., οχυρωτική, η κλάδος της στρατιωτικής τέχνης για την οργάνωση και εκτέλεση οχυρώσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οχυρωτικός — ή, ὁ (Α ὀχυρωτικός, ή, όν) [οχυρώ] αυτός που συντελεί ή χρησιμεύει στην οχύρωση, οχυρωματικός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η οχυρωτική στρ. η στρατιωτική τέχνη και επιστήμη που έχει ως αντικείμενο την οργάνωση και την εκτέλεση τών οχυρωματικών έργων … Dictionary of Greek
ὀχυρωτικόν — ὀχυρωτικός serving to strengthen masc acc sg ὀχυρωτικός serving to strengthen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… … Dictionary of Greek